ΣΤΗΝ ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ
Δρόμους διαβαίνοντας παλιούς, πλακόστρωτους, μιας χώρας όμορφης, πανώριας. Περνώντας μέσα από ποτάμια, πέλαγα, κοιλάδες, κορφοβούνια. Παντού, σ' αραχνιασμένους πύργους και στοιχειωμένα κάστρα, ανάμεσα απ' ασφοδέλους και ματωμένα λούλουδα. Παντού όπου κι αν πήγα το ίδιο παραμύθι, θρήνος αψύς και γοερός, παντού ο ίδιος.
"Ήτανε κάποτε παλιά ένας Βασιληάς, Μεγάλος Δυνατός, Δίκαιος, Ωραίος...".
Λόγια ψιθυριστά που ο ασπρομάλλης γέρος στον εγγονό του θε να πει κι αυτός στον εδικό του κι έτσι πέρασαν από τότε μίζερα χρόνια μαύρα, πεντακόσια σαράντα πέντε...
"Ήταν κάποτε παλιά ένας Βασιληάς...".
Το ψιθυρίζουνε με γλώσσα ιερή τα κύμματα στα γαλανά ακρογιάλια, στα κορφοβούνια αετοί και κεραυνοί, στους κάμπους οι ανυπόταχτοι απελάτες της Πατρίδας. Και το τραγούδι δε σιγά. Το παραμύθι πέρα από το χρόνο, από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά καθαροαίματη κρατιέται.
"Ήτανε κάποτε ένας Βασιληάς...".
Σκιές, ψυχές και κολασμένα πλάσματα της νύχτας, αίμα βογκά στις στοιχειωμένες πολιτείες του Μυστρά, του Γερακιού, στης Θεσσαλονίκης το κάστρο και στον Βόσπορο, το αίμα όλων αυτών, που κράτησαν ψηλά το Λάβαρο μιας Αυτοκρατορίας, της Αυτοκρατορίας μας.
"Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας Βασιληάς που είχε στην εξουσία του κάστρα πολλά, το πιο όμορφο και δυνατό απ' όλα ήταν χτισμένο σε ένα όμορφο μέρος δίπλα στην θάλασσα που ήταν σπουδαίο σταυροδρόμι σε Ανατολή και Δύση, σε Νότο και Βορρά.
Το κάστρο αυτό που το ονόμαζαν παλιά Βυζάντιο και ύστερα Κωνσταντίνου Πόλη είχε γνωρίσει Δόξες πολλές και πλούτη. Για χίλια χρόνια κρατούσε τη Δύναμη του Κόσμου στα σιδερένια χέρια του και ήταν η ελπίδα των ανθρώπων με τη λευκόχρωμη θωριά απέναντι στα στίφη των μαυρόψυχων σκουρόχρωμων ανθρώπων της Ανατολής.
Πόσοι και πόσοι εχθροί δεν είχανε κινήσει να πάρουνε το κάστρο του Βασιληά του παραμυθιού μας. Για χίλια ολόκληρα χρόνια όμως αυτό έμενε ασάλευτο στη θέση του και κρατούσε την Δύναμή του.
Το μυστικό που κρατούσε την Πόλη ετούτη άπαρτη κανείς δεν ήξερε και ακόμη μέχρι τώρα δεν το ξέρει. Μερικοί λένε πως ήτανε η Δύναμη ενός Τρίποδα ιερού, που βρισκότανε στο Ιπποδρόμιο της Πόλης, ενός τρίποδα ταγμένου στο όνομα ενός παλιού Θεού, που όποιος μια παράδοση παλιά έλεγε τον είχε, αυτός είχε την εξουσία του κόσμου. Μα αυτά είναι λόγια, που κανείς δεν ξέρει αν είναι αληθινά ή ψεύτικα γιατί από τότε διάβηκαν χιλιάδες χρόνια.
Πολλές φορές είχαν κινήσει εχθροί να πάρουνε το κάστρο και άλλες τόσες είχαν γυρίσει ντροπιασμένοι στις μακρινές τους χώρες. Μα μια φορά δεν ήταν σαν τις άλλες. Ο εχθρός ήταν δυνατός, μυριάδες ο στρατός του και ο βασιληάς μας με λίγους μα γενναίους είχε απομείνει. Εξήντα μερονύχτια ολάκερα ο πόλεμος κρατούσε και η Πόλη άπαρτη έμενε και ολόρθη. Ώσπου μια μέρα, μέρα θλιβερή, μέρα φαρμακωμένη, η Πόλη έπεσε και οι βάρβαροι μολέψαν τα ιερά της, πήραν τα πλούτη της, σφάξανε νέους, παιδιά και γέρους. Είπαν ακόμη πως σκοτώσανε το Βασιληά του κάστρου Κωνσταντίνο, μα αυτό είναι ψέμα και το είδα μ' αυτά εδώ τα ίδια μου τα μάτια, τ' ορκίζομαι στο όνομα του Τρομερού Σαϊτευτή Θεού, τ' ορκίζομαι. Ήμουν εκεί στην Πύλη που την λεν του Ρωμανού και είδα, είδα το βασιληά να σφάζει τους εχθρούς με το σπαθί του στο δυνατό του χέρι, έλαμπε και ήταν όλος μια φωτιά που γύρω-γύρω του φεγγοβολούσε λες ο τόπος. Τα χέρια του έσταζαν αίμα, το αίμα το μισητό, των βάρβαρων το αίμα. Στα στήθη του Χρυσός Δικέφαλος Αετός Στέμμα γεμάτος από κόκκινες αιμάτινες κουκίδες και λαμπερά πετράδια.
Το μέτωπό του ήταν καθάριο και ήρεμος σαν που αρμόζει σε Θεό όπου μοιράζει Δίκιο μού ʽμοιαζε. Τα πόδια του πατάγανε βαριά τη γη, πέτρινοι πύργοι όμοια, σαν να ʽταν σαραντάπηχος Ακρίτας, σαν που ταιριάζει σε Βασιληά ασάλευτος και ίσιος.
Ξάφνου τον ζώσανε εχθροί πολλοί κι όλοι πιστέψαμε ότι το τέλος είχε πια σιμώσει. Και εκεί που ο καθένας μας πάσχιζε στο Βασιληά κοντά για να βρεθεί, ανοίξαν ξάφνου οι ουρανοί και άρμα με κύκνους λευκοφτέρουγους μέσα απ' τον Ήλιο ξεπροβάλλει και από κοντά μας τόνε παίρνει και αυτός Αρματηλάτης ξεμακραίνει.
Είπαν οι βάρβαροι πως σκότωσαν το Βασιληά του Κάστρου Κωνσταντίνο, μα αυτό είναι ψέμμα. Το ξέρω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Κάτω από τη Χρυσόπορτα της Πόλης του κοιμάται και προσμένει...
Κάθε που ο Ήλιος γέρνει προς τη Δύση ξυπνά και το σπαθί τροχίζει, τροχίζει το σπαθί του και λέει κάθε νυχτιά για πεντακόσια σαράντα πέντε χρόνια το ίδιο τραγούδι:
"Ακολουθείστε με αλαφροϊσκιωτοι.
Πυκνώστε τις φάλαγγές μου εσείς οι ονειροπαρμένοι.
Είμαι το πνεύμα μιας Αυτοκρατορίας όπου ποτέ της δεν εχάθη.
Σαλπίσατε Βιγλάτορες τον ερχομό μου
τα Λάβαρα ψηλά αποκρισάριοι
έρχομαι εκδικητής και τιμωρός".
Και το τραγούδι ακούγεται αχός σε όλη τη χώρα, όλες τις νύχτες, της μεγάλης νύχτας της πατρίδας.
Σαλεύουνε στα ξεχασμένα κάστρα οι σκιές, βογγά το αίμα στις στοιχειωμένες πολιτείες, στο Μυστρά, στην Κόρινθο, στη Σαλονίκη, στο Βόσπορο, στου Ρωμανού την Πύλη, και το τραγούδι δε σιγά, το ψιθυρίζουν κύμματα στα γαλανά ακρογιάλια. Αετοί και κεραυνοί στα κορφοβούνια, στις νερομάνες και στους ποταμούς Νεράιδες.
"Ακολουθείστε με ελαφροϊσκιωτοι
έρχομαι εκδικητής και τιμωρός".
xryshaygh.com
Δρόμους διαβαίνοντας παλιούς, πλακόστρωτους, μιας χώρας όμορφης, πανώριας. Περνώντας μέσα από ποτάμια, πέλαγα, κοιλάδες, κορφοβούνια. Παντού, σ' αραχνιασμένους πύργους και στοιχειωμένα κάστρα, ανάμεσα απ' ασφοδέλους και ματωμένα λούλουδα. Παντού όπου κι αν πήγα το ίδιο παραμύθι, θρήνος αψύς και γοερός, παντού ο ίδιος.
"Ήτανε κάποτε παλιά ένας Βασιληάς, Μεγάλος Δυνατός, Δίκαιος, Ωραίος...".
Λόγια ψιθυριστά που ο ασπρομάλλης γέρος στον εγγονό του θε να πει κι αυτός στον εδικό του κι έτσι πέρασαν από τότε μίζερα χρόνια μαύρα, πεντακόσια σαράντα πέντε...
"Ήταν κάποτε παλιά ένας Βασιληάς...".
Το ψιθυρίζουνε με γλώσσα ιερή τα κύμματα στα γαλανά ακρογιάλια, στα κορφοβούνια αετοί και κεραυνοί, στους κάμπους οι ανυπόταχτοι απελάτες της Πατρίδας. Και το τραγούδι δε σιγά. Το παραμύθι πέρα από το χρόνο, από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά καθαροαίματη κρατιέται.
"Ήτανε κάποτε ένας Βασιληάς...".
Σκιές, ψυχές και κολασμένα πλάσματα της νύχτας, αίμα βογκά στις στοιχειωμένες πολιτείες του Μυστρά, του Γερακιού, στης Θεσσαλονίκης το κάστρο και στον Βόσπορο, το αίμα όλων αυτών, που κράτησαν ψηλά το Λάβαρο μιας Αυτοκρατορίας, της Αυτοκρατορίας μας.
"Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας Βασιληάς που είχε στην εξουσία του κάστρα πολλά, το πιο όμορφο και δυνατό απ' όλα ήταν χτισμένο σε ένα όμορφο μέρος δίπλα στην θάλασσα που ήταν σπουδαίο σταυροδρόμι σε Ανατολή και Δύση, σε Νότο και Βορρά.
Το κάστρο αυτό που το ονόμαζαν παλιά Βυζάντιο και ύστερα Κωνσταντίνου Πόλη είχε γνωρίσει Δόξες πολλές και πλούτη. Για χίλια χρόνια κρατούσε τη Δύναμη του Κόσμου στα σιδερένια χέρια του και ήταν η ελπίδα των ανθρώπων με τη λευκόχρωμη θωριά απέναντι στα στίφη των μαυρόψυχων σκουρόχρωμων ανθρώπων της Ανατολής.
Πόσοι και πόσοι εχθροί δεν είχανε κινήσει να πάρουνε το κάστρο του Βασιληά του παραμυθιού μας. Για χίλια ολόκληρα χρόνια όμως αυτό έμενε ασάλευτο στη θέση του και κρατούσε την Δύναμή του.
Το μυστικό που κρατούσε την Πόλη ετούτη άπαρτη κανείς δεν ήξερε και ακόμη μέχρι τώρα δεν το ξέρει. Μερικοί λένε πως ήτανε η Δύναμη ενός Τρίποδα ιερού, που βρισκότανε στο Ιπποδρόμιο της Πόλης, ενός τρίποδα ταγμένου στο όνομα ενός παλιού Θεού, που όποιος μια παράδοση παλιά έλεγε τον είχε, αυτός είχε την εξουσία του κόσμου. Μα αυτά είναι λόγια, που κανείς δεν ξέρει αν είναι αληθινά ή ψεύτικα γιατί από τότε διάβηκαν χιλιάδες χρόνια.
Πολλές φορές είχαν κινήσει εχθροί να πάρουνε το κάστρο και άλλες τόσες είχαν γυρίσει ντροπιασμένοι στις μακρινές τους χώρες. Μα μια φορά δεν ήταν σαν τις άλλες. Ο εχθρός ήταν δυνατός, μυριάδες ο στρατός του και ο βασιληάς μας με λίγους μα γενναίους είχε απομείνει. Εξήντα μερονύχτια ολάκερα ο πόλεμος κρατούσε και η Πόλη άπαρτη έμενε και ολόρθη. Ώσπου μια μέρα, μέρα θλιβερή, μέρα φαρμακωμένη, η Πόλη έπεσε και οι βάρβαροι μολέψαν τα ιερά της, πήραν τα πλούτη της, σφάξανε νέους, παιδιά και γέρους. Είπαν ακόμη πως σκοτώσανε το Βασιληά του κάστρου Κωνσταντίνο, μα αυτό είναι ψέμα και το είδα μ' αυτά εδώ τα ίδια μου τα μάτια, τ' ορκίζομαι στο όνομα του Τρομερού Σαϊτευτή Θεού, τ' ορκίζομαι. Ήμουν εκεί στην Πύλη που την λεν του Ρωμανού και είδα, είδα το βασιληά να σφάζει τους εχθρούς με το σπαθί του στο δυνατό του χέρι, έλαμπε και ήταν όλος μια φωτιά που γύρω-γύρω του φεγγοβολούσε λες ο τόπος. Τα χέρια του έσταζαν αίμα, το αίμα το μισητό, των βάρβαρων το αίμα. Στα στήθη του Χρυσός Δικέφαλος Αετός Στέμμα γεμάτος από κόκκινες αιμάτινες κουκίδες και λαμπερά πετράδια.
Το μέτωπό του ήταν καθάριο και ήρεμος σαν που αρμόζει σε Θεό όπου μοιράζει Δίκιο μού ʽμοιαζε. Τα πόδια του πατάγανε βαριά τη γη, πέτρινοι πύργοι όμοια, σαν να ʽταν σαραντάπηχος Ακρίτας, σαν που ταιριάζει σε Βασιληά ασάλευτος και ίσιος.
Ξάφνου τον ζώσανε εχθροί πολλοί κι όλοι πιστέψαμε ότι το τέλος είχε πια σιμώσει. Και εκεί που ο καθένας μας πάσχιζε στο Βασιληά κοντά για να βρεθεί, ανοίξαν ξάφνου οι ουρανοί και άρμα με κύκνους λευκοφτέρουγους μέσα απ' τον Ήλιο ξεπροβάλλει και από κοντά μας τόνε παίρνει και αυτός Αρματηλάτης ξεμακραίνει.
Είπαν οι βάρβαροι πως σκότωσαν το Βασιληά του Κάστρου Κωνσταντίνο, μα αυτό είναι ψέμμα. Το ξέρω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Κάτω από τη Χρυσόπορτα της Πόλης του κοιμάται και προσμένει...
Κάθε που ο Ήλιος γέρνει προς τη Δύση ξυπνά και το σπαθί τροχίζει, τροχίζει το σπαθί του και λέει κάθε νυχτιά για πεντακόσια σαράντα πέντε χρόνια το ίδιο τραγούδι:
"Ακολουθείστε με αλαφροϊσκιωτοι.
Πυκνώστε τις φάλαγγές μου εσείς οι ονειροπαρμένοι.
Είμαι το πνεύμα μιας Αυτοκρατορίας όπου ποτέ της δεν εχάθη.
Σαλπίσατε Βιγλάτορες τον ερχομό μου
τα Λάβαρα ψηλά αποκρισάριοι
έρχομαι εκδικητής και τιμωρός".
Και το τραγούδι ακούγεται αχός σε όλη τη χώρα, όλες τις νύχτες, της μεγάλης νύχτας της πατρίδας.
Σαλεύουνε στα ξεχασμένα κάστρα οι σκιές, βογγά το αίμα στις στοιχειωμένες πολιτείες, στο Μυστρά, στην Κόρινθο, στη Σαλονίκη, στο Βόσπορο, στου Ρωμανού την Πύλη, και το τραγούδι δε σιγά, το ψιθυρίζουν κύμματα στα γαλανά ακρογιάλια. Αετοί και κεραυνοί στα κορφοβούνια, στις νερομάνες και στους ποταμούς Νεράιδες.
"Ακολουθείστε με ελαφροϊσκιωτοι
έρχομαι εκδικητής και τιμωρός".
xryshaygh.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου