Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα.
«Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»
Έχουν περάσει 54 χρόνια από τότε που ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο έφηβος ποιητής ανέβαινε στο ικρίωμα της αγχόνης, νέος και ωραίος ως άγγελος, γενναίος όπως ταιριάζει στους ήρωες, αλύγιστος και περήφανος ως Έλληνας.
Στο τελευταίο γράμμα του δήλωνε: «Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει.
Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα....»»»»
Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»
Απαγχονίστηκε στις 13 Μαρτίου 1957, σε ηλικία μόλις 18 ετών.
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε στην Τσάδα της Πάφου, στις 28 Φεβρουαρίου 1938. Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας του Μιλτιάδη.Στην οικογένεια του Ευαγόρα ανήκει – δεύτερος ξάδερφος – και ο ήρωας Στέλιος Μαυρομμάτης που ανέβηκε και αυτός, λίγους μήνες πριν τον Ευαγόρα, τα σκαλοπάτια της αγχόνης.
Το χρονικό προς την αγχόνη…
01 Ιουνίου 1953: οι Άγγλοι κυβερνήτες ετοιμάζονται να γιορτάσουν το λαμπρότερο τους εθνικό γεγονός, τη στέψη της νέας βασίλισσας Ελισάβετ, σε όλες τους τις αποικίες, ανάμεσα και η Κύπρος. Παντού όλα είχαν ετοιμαστεί στην εντέλεια. Σε μια πλατεία της Πάφου οι μαθητές οργανώνουν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και ζητούν την αφαίρεση της αγγλικής σημαίας από τα προπύλαια του σχολείου τους. Οι συγκρούσεις αρχίζουν. Ο δεκαπεντάχρονος ακόμα τότε Ευαγόρας, σκαρφαλώνει σε μια κολόνα των προπυλαίων και ρίχνει κάτω την αγγλική σημαία, την οποία οι άλλοι μαθητές ξεσχίζουν και της δίνουν φωτιά. Η σύγκρουση τότε, μεταξύ Άγγλων και μαθητών παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Από την ώρα εκείνη ο Παλληκαρίδης νιώθει να τον σφίγγουν οι αλυσίδες της σκλαβιάς. Θέλει να τις σπάσει και να ζήσει ελέυθερος, ελαφρός, αδέσμευτος. Και προσμένει την ευλογημένη ώρα…
17 Νοεμβρίου 1955: Ο Ευαγόρα πήρε το δρόμο για το σχολείο. Στον περίβολο του γυμνασίου, όλοι οι μαθητές συγκεντρωμένοι και κραυγάζοντας συνθήματα επέμεναν να βγουν στους δρόμους και να διαδηλώσουν…είχε κιόλας διαθοθεί από μέρες πως οι στρατιώτες είχαν διαταγή να πυροβολούν αδιάκριτα τους διαδηλωτές. Ο πατέρας του Ευαγόρα έφτασε βιαστικός στο γυμνάσιο…βρήκε τον Ευαγόρα και του ζήτησε να πάει σπίτι. Ο Ευαγόρα υποσχέθηκε να υπακούσει…ο πατέρας προχώρησε προς το σπίτι αλλά στον δρόμο τον πλησίασε ένας μαθητής και του είπε φοβισμένα: «Τον Ευαγόρα τον συλλάβανε, σαν πήγαινε σπίτι!»
19 Νοεμβρίου 1955: Ο Ευαγόρας οδηγήθηκε στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι μετέσχε παράνομα σε οχλαγωγία. Ο Ευαγόρα δεν παραδέχθηκε και η δίκη αναβλήθηκε για τις 6 Δεκεμβρίου.
5 Δεκεμβρίου 1955: Η παραμονή της μέρας που ο Ευαγόρας Παλλικαρίδης θα εμφανιζόταν μπροστά στον Άγγλο δικαστή…πλησίασε τον πατέρα του: «πατέρα, αύριο είναι η δίκη μου. Ξέρω ότι από το δικαστήριο θα γλιτώσω, μα η αστυνομία θα με συλλάβει και θα με στείλει στο Κάστρο. Εγώ στη φυλακή δε μπορώ να μείνω. Αν δε μπορέσω να δραπετεύσω, θα σκοτώσω κανέναν από τους φρουρούς και θα με σκοτώσουν. Προτιμώ να φύγω, να βγω στο βουνό». Τι μπορούσε να πει και ποια θα ταν η απόφαση του πατέρα μπροστά σε τούτη την αποφασιστική δήλωση του παιδιού του; Είδε πως ο κύβος ερρίφθη…«Παιδί μου, εκεί που θα πας πρόσεξε προ πάντων να σαι τίμιος και ηθικός…πήγαινε στην ευχή μου!»…μα είχε κάτι άλλο να κάνει πριν πάρει τις ανηφοριές. Εκτός από τον πατέρα του, είναι το σχολείο του, την τάξη του, τους συμμαθητές του να αποχαιρετήσει. Μα είναι απόγευμα και κανένας τούτη την ώρα δε βρίσκεται εκεί. Κι αύριο θα ναι πολύ αργά. Έτσι ο αποχαιρετισμός πρέπει να γίνει γραπτός…μπαίνει στην αδειανή αίθουσα της τάξης του…αφήνει πάνω στην έδρα ένα χαρτί και τρέχει…ν΄ ανέβει τα σκαλοπάτια της λευτεριάς…»
Το πρωί οι συμμαθητές του διαβάζουν:
Παλιοί συμμαθηταί, Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές. Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ΄χω παρέα μόνη κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές. Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά. Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ενα παλάτι, το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό. Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο, βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό. Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ. Γειά σας παλιοι συμμαθηται. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, Ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.
Ευαγόρας Παλληκαρίδης
Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 μαζί με άλλους 2 συναγωνιστές του μετέφεραν όπλα και τρόφιμα από την Λυσό. Ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με αγγλική περίπολο. Οι 2 συναγωνιστές του Ευαγόρα κατάφεραν να διαφύγουν αλλά ο ίδιος συνελήφθη. Στην κατοχή του είχε ένα πυροβόλο Μπρέν γρασαρισμένο. Ήταν συνεπώς ανέτοιμο για να χρησιμοποιηθεί. Επίσης κουβαλούσε 3 γεμιστήρες γεμάτες. Κατηγορήθηκε για κατοχή και διακίνηση οπλισμού και μεταφέρθηκε στη Λευκωσία και η δίκη ορίζεται για τις 15 Μαρτίου. Στη δίκη του ο Παλλικαρίδης δεν άφησε περιθώρια στους δικηγόρους του να τον υπερασπιστούν, αφού παρά τις αντιρρήσεις τους παραδέχθηκε την ενοχή του με τον εξής αξιοθαύμαστο τρόπο. «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.»
12 Μαρτίου 1957 τον επισκέφθηκαν ο πατέρας του και άλλοι συγγενείς στις κεντρικές φυλακές όπου εκρατείτο. Ο Ευαγόρας γαλήνιος τους πληροφορεί, πως σε δύο μέρες θ’ ανέβει τα σκαλοπάτια της αγχόνης.
Αποχαιρετώντας τους, τους ζήτησε να μην λυπούνται και να μην κλαίνε λέγοντας : «Ορκίσθηκα να πεθάνω για την Πατρίδα μου κι ετήρησα τον όρκο μου».
13 Μαρτίου 1957. Κοντεύουν μεσάνυχτα. Τη σιωπή σπάει μια βροντερή σταθερή φωνή. Ο 18χρονος Παλληκαρίδης σε πείσμα των κατακτητών ψέλνει τον Εθνικό Ύμνο. Σε λίγο έρχονται οι δήμιοί του. Βρωτοφωνάζει. «Γεια σας αδέλφια. Γεια σας λεβέντες. Ελπίζω να μαι ο τελευταίος που εκτελούν. Αδέλφια συνεχίστε τον αγώνα. Εγώ βαδίζω στην αγχόνη γελαστός, αποφασιστικός, υπερήφανος».
Οι συγκρατούμενοι του φωνάζουν. «Θάρρος Παλληκαρίδη, Θάρρος Παλληκαρίδη»
«Θάρρος έχω πολύ. Αυτή τη στιγμή περνώ την είσοδο του ικριώματος» Απόλυτη ησυχία. Αυτή τη σιγή σπάζει το τρίξιμο από το άνοιγμα της καταπακτής της αγχόνης. 12:02. 12:02 ο 18χρονος Βαγορής πέρασε στην αθανασία. Βρήκε την «γη των ηρώων».
ΗΡΩΩΝ ΓΗ
ΗΡΩΩΝ ΓΗ ΜΟΥΣΙΚΗ: Δ. ΛΑΓΙΟΣ ΣΤΙΧΟΙ: ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ
Όλη η φύση κοιμάται
Τη ναρκώνει το κρύο
Και γω φεύγω λαλώντας
Το στερνό μου αντίο
Και τη μάνα φιλώντας
Τη κοιτάζω να κλαίει
Μάνα μην κλαις της λέω
Μάνα μην κλαις και κλαίω
Κι όλο πάω και τρέχω
και το δάκρυ της σβήνει
για μια μόνο στιγμούλα
και μιαν άλλη μανούλα
την Ελλάδα μας έχω
που όλο κλαίει κι εκείνη
Σ΄ του βουνού τη ραχούλα
στ΄ ανθοστόλιστα πλάγια
τη γλυκιά μου μανούλα
ψάχνω να βρω την άγια
και ανεβαίνω ραχούλες χιονισμένες κορφές
ώσπου να βρω ηρώων γη
κι ηρώων μορφές
Ευαγόρας Παλλικαρίδης: Ο ήρωας
enantion-olwn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου